μονοτροφία

μονοτροφία
μονο-τροφία, ,
A rearing singly, opp. κοινὴ ἐπιμέλεια, Pl.Plt. 261d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοτροφία — μονοτροφία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη ανατροφή, το να ανατρέφονται τα τέκνα μόνα, όχι σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • μονοτροφίαν — μονοτροφίᾱν , μονοτροφία rearing singly fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”